αναληπτικός

αναληπτικός
η , όν восстанавливающий силы, укрепляющий (о диете); тонизирующий (о лекарстве);

§ αναληπτικαί καταθέσεις — вклад в сберкассу (который можно взять по первому требованию)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναληπτικός" в других словарях:

  • ἀναληπτικός — restorative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναληπτικός — ή, ό (Α ἀναληπτικός, ή, όν) [ἀναλαμβάνω] (στην Ιατρ.) 1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* νεοελλ. 1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη …   Dictionary of Greek

  • αναληπτικός — ή, ό αυτό που συντελεί στο να αναλάβει, να αναρρώσει κανείς: Τα λεγόμενα αναληπτικά φάρμακα βοηθούν στην αναζωογόνηση των λειτουργιών του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναληπτικά — ἀναληπτικός restorative neut nom/voc/acc pl ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός restorative fem nom/voc/acc dual ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός restorative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικῶν — ἀναληπτικός restorative fem gen pl ἀναληπτικός restorative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικόν — ἀναληπτικός restorative masc acc sg ἀναληπτικός restorative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικῆς — ἀναληπτικός restorative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικῇ — ἀναληπτικός restorative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτική — ἀναληπτικός restorative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικήν — ἀναληπτικός restorative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναληπτικῶς — ἀναληπτικός restorative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»